διατοξεία

διατοξεία
διατοξεία, η (Α) [διατοξεύω]
αγώνας τόξου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διατόξευσις — διατόξευσις, η (Α) [διατοξεύω] διατοξεία* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”